- οχλοκρασία
- ὀχλοκρασία, ἡ (Α)(δ. γρφ.) βλ. οχλοκρατία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οχλοκρατία — Πολίτευμα στο οποίο κυβερνά ο όχλος. Τον όρο χρησιμοποίησε κυρίως ο Αριστοτέλης, για να υποδηλώσει τις παρεκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο όρος σήμερα τείνει να πάψει να χρησιμοποιείται, μετά τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτικών… … Dictionary of Greek